- συνεισέφερε
- συνεισφέρωjoin in paying war-taximperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… … Dictionary of Greek
Έντινγκτον, Άρθουρ Στάνλεϊ — Arthur Stanley Eddington, Κένταλ 1882 – Λονδίνο 1944). Άγγλος μαθηματικός και φυσικός. Σπούδασε στο κολέγιο Όουεν, στο Μάντσεστερ, και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα μαθηματικά στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Σύντομα, στράφηκε… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Καζιμίρ, Χέντρικ — (Hendrik Casimir, Χάγη 1909 – 2000). Ολλανδός φυσικός. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν, από το οποίο έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του το 1931. Αφού είχε ήδη θητεύσει δίπλα στον νομπελίστα Νιλς Μπορ, συνέχισε το διδακτορικό του ως… … Dictionary of Greek
Κίος — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Ήταν χτισμένη στον μυχό του κόλπου της Βιθυνίας, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η τουρκική πόλη Γκεμλέκ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Κ. ιδρύθηκε από τον αργοναύτη Πολύφημο, ο οποίος έμεινε εκεί με εντολή του Ηρακλή … Dictionary of Greek
Μαγκρίτ, Ρενέ — (Rene Francois Ghislain Magritte, Λεσέν 1898 – Βρυξέλλες 1967). Βέλγος ζωγράφος. Αποφοίτησε το 1918 από την Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών και άρχισε να δοκιμάζει διάφορες τεχνοτροπίες, μεταξύ των οποίων και την αφηρημένη ζωγραφική. Το 1925… … Dictionary of Greek
Μάμφορντ, Ντέιβιντ Μπράιαντ — (David Bryant Mumford, Γουόρθ, Σάσεξ 1937 –). Άγγλος μαθηματικός. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στον ΟΗΕ, από την ίδρυσή του. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και το 1967 εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του. Διετέλεσε πρόεδρος του τμήματος… … Dictionary of Greek
Μπομπιέρι, Ενρίκο — (Enrico Bombieri, Μιλάνο 1940 ). Ιταλός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και αργότερα στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Το 1966 ονομάστηκε καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζα. Το ενδιαφέρον του… … Dictionary of Greek